Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κεντώ (I)· κεντάγω.
-
– Βλ. και κεντώ (II).
- Α´ Μτβ.
- 1)
- α) Τσιμπώ, τσιμπώ με οξύ όργανο, τρυπώ:
- κέντει αυτά (ενν. τα πτερά) τῃ βελόνῃ (Ιερακοσ. 4781)·
- λαβών φλεβότομον ή μάχαιραν … κέντησον αυτόν επάνω του οιδήματος (Ιερακοσ. 49328)·
- β) (προκ. για άλογο) σπιρουνίζω:
- (Ερωτόκρ. Δ´ 1638).
- α) Τσιμπώ, τσιμπώ με οξύ όργανο, τρυπώ:
- 2) Παρακινώ:
- την αφορμή απού τον κεντά στο κλάημα το περίσσο (Πανώρ. Β´ 428 κριτ. υπ).
- 3) Κεντώ:
- κέντησε το ρούχον μου (Προδρ. III 164).
- 1)
- Β´ Αμτβ.
- 1) Τσιμπώ, τρυπώ:
- τ’ αγκάθια που κεντούσι (Ερωτόκρ. Α´ 219).
- 2) Κεντώ:
- να κάθονται στο σπίτι τους να γνέθουν, να κεντούσι (Ιστ. Βλαχ. 707).
- 1) Τσιμπώ, τρυπώ:
[αρχ. κεντέω. Η λ. και σήμ.]
- Α´ Μτβ.
[Λεξικό Κριαρά]
- κεντώ (II).
-
– Βλ. και κεντώ (I).
- I. Ενεργ.
- Α´ Μτβ.
- 1) Καίω:
- σπίθα φωτιάς … δύνεται χώρες και χωριά και δάση να κεντήσει (Ερωτόκρ. Α´ 1582)·
- (μεταφ.):
- ο καημός στα σωθικά τονε κεντά και ’ξάφτει (Ερωτόκρ. Γ´ 5).
- 2) Πυροδοτώ:
- έτοιμοι είναι να την κεντήσου (ενν. τη μίνα) και το τειχιό να κρεμνιστεί (Τζάνε, Κρ. πόλ. 16522).
- 3) Βασανίζω:
- περίσσια με κεντούσι (ενν. οι πόνοι) (Ευγέν. 656).
- 4) Προσβάλλω:
- ένα βαρύν θανατικόν ευθύς εκέντησέν τους (Αχέλ. 1507).
- 1) Καίω:
- Β´ Αμτβ.
- 1)
- α) Ανάβω:
- οι λουμπαρδιές κεντούσι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 3589)·
- β) καίω, είμαι ζεστός, πυρακτωμένος:
- αέρας που μ’ εδρόσιζεν εδά κεντά και βράζει (Ερωτόκρ. Δ´ 638)·
- εκείνα τα σπαθιά βράζου, κεντού περίσσα (Ερωτόκρ. Δ´ 1689)·
- γ) (μεταφ.) φλέγομαι:
- τα σωθικά εκεντούσα (Ερωτόκρ. Α´ 92).
- α) Ανάβω:
- 1)
- Α´ Μτβ.
- II. Μέσ.
- 1) Καίγομαι:
- φουρνέλα να κεντούνται (Τζάνε, Κρ. πόλ. 5075).
- 2) Εξάπτομαι:
- ο Χαρίδημος μ’ αφούσαν εγροικήθη στα λόγια του Δρακόμαχου και πάραυτα εκεντήθη (Ερωτόκρ. Β´ 1860).
- 1) Καίγομαι:
[αρχ. κεντέω. Η λ. και σήμ. κρητ.]
- I. Ενεργ.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κεντώ 1 [kendó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : 1α. με βελόνα και κλωστή δημιουργώ διακοσμητικά σχέδια επάνω σε ύφασμα: Ξέρει να πλέκει και να κεντάει. Kεντημένο τραπεζομάντιλο. Kεντημένα σεντόνια. Άμφια κεντημένα με χρυσή κλωστή. || παρασταίνω με κέντημα: Kέντησε το μονόγραμμά της στις μαξιλαροθήκες. β. (λαϊκότρ.) σκαλίζω διακοσμητικά σχέδια πάνω σε ξύλο: Kεντημένο τέμπλο. 2. (μτφ., προφ.) επιδεικνύω μεγάλη ικανότητα και τέχνη στην εκτέλεση ενός έργου: Kεντάει η ομάδα μέσα στο γήπεδο.
[μσν. κεντώ (στη σημ. 1) < αρχ. κεντῶ (δες κεντώ 2)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κεντώ 2 & -άω, -ιέμαι : (παρωχ.) 1. με αιχμηρό όργανο πιέζω δυνατά επάνω στο δέρμα προξενώντας αίσθημα πόνου: Mε κέντησε η βελόνα, με τσίμπησε. Kεντούσε τα βόδια με τη βουκέντρα, τα κέντριζε. 2. (μτφ.) κεντρίζω2: Mου κέντησε την περιέργεια.
[αρχ. κεντῶ]
[Λεξικό Κριαρά]
- κεντώνω.
-
- Βάζω πρόσθετα κομμάτια, μπαλώνω· επιδιορθώνω:
- εκεντώσαν τον (ενν. τον τοίχον) (Μαχ. 46223).
[<κεντώ (I)· πβ. ουσ. κεντώνη και κεντώνιον (Lampe)]
- Βάζω πρόσθετα κομμάτια, μπαλώνω· επιδιορθώνω: