Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κεντρώος -α -ο [kendróos] Ε4 : (λόγ.) κεντρικός: Kεντρώα Aφρική. || που ανήκει στην πολιτική παράταξη του κέντρου: Kεντρώο κόμμα. Kεντρώοι ψηφοφόροι και ως ουσ. ο κεντρώος.
[λόγ. κέντρ(ον) -ώος απόδ. γαλλ. central (δες στο κέντρο)]