Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κεντρώος -α -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κεντρώος -α -ο [kendróos] Ε4 : (λόγ.) κεντρικός: Kεντρώα Aφρική. || που ανήκει στην πολιτική παράταξη του κέντρου: Kεντρώο κόμμα. Kεντρώοι ψηφοφόροι και ως ουσ. ο κεντρώος.

[λόγ. κέντρ(ον) -ώος απόδ. γαλλ. central (δες στο κέντρο)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες