Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κεντρίζω [kendrízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. με αιχμηρό όργανο πιέζω δυνατά επάνω στο δέρμα προξενώντας αίσθημα πόνου· κεντώ
21: Όλο κέντριζε το γαϊδούρι του να τρέχει περισσότερο. 2. (μτφ.) δημιουργώ τις προϋποθέσεις, ώστε να υπάρχει έντονη διάθεση για κτ.: Tα λόγια του μου κέντρισαν το ενδιαφέρον. Mου κέντρισε την περιέργεια. || Mια ιστορία που κεντρίζει τη φαντασία. [αρχ. κεντρίζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- κεντρίζω.
-
- 1) Τσιμπώ:
- τον εκέντρισαν (ενν. τα μελίσσια) κι ήθελαν να τον φάσι (Αιτωλ., Μύθ. 858).
- 2) Μπολιάζω:
- δύο ρίζες ελιοπούλες … εκέντρισεν (Βαρούχ. 8510).
[αρχ. κεντρίζω. Η λ. και σήμ.]
- 1) Τσιμπώ: