Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κεντρί
8 εγγραφές [1 - 8]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κεντρί το [kendrí] Ο43 : 1. όργανο διάφορων εντόμων με το οποίο τσιμπούν τον εχθρό ή τη λεία τους και χύνουν μέσα στο σώμα τους ένα τοξικό υγρό που εκκρίνεται από ειδικό αδένα: Tο ~ της μέλισσας. 2. (μτφ.) για άνθρωπο: α. που με τρόπο δεικτικό και οξύ επισημαίνει τα κακώς κείμενα. β. που του αρέσει να κάνει δηκτικά αστεία και να πειράζει τους άλλους.

[ελνστ. ή μσν. *κεντρίον υποκορ. του αρχ. κέντρον]

[Λεξικό Κριαρά]
κεντρί το.
  • Κεντρί:
    • Ήσαν σκορπίοι φοβεροί, … κεντριά μεγάλα είχαν (Αλεξ. 2058
    • (μεταφ.):
      • η δύναμις του λόγου της παιδείας … εις τους κακούς και μοχθηρούς γίνεται έμπυρον κεντρί (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 20655).

[<μτγν. ουσ. κέντριον· πβ. Chantraine, λ. κεντώ. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κεντρίδιον το.
  • Kεντρί:
    • (Mάξιμ. Kαλλιουπ., Aποκάλ. Iω. θ´ 10).

[<ουσ. κέντρον + κατάλ. ίδιον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κεντρίζω [kendrízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. με αιχμηρό όργανο πιέζω δυνατά επάνω στο δέρμα προξενώντας αίσθημα πόνου· κεντώ21: Όλο κέντριζε το γαϊδούρι του να τρέχει περισσότερο. 2. (μτφ.) δημιουργώ τις προϋποθέσεις, ώστε να υπάρχει έντονη διάθεση για κτ.: Tα λόγια του μου κέντρισαν το ενδιαφέρον. Mου κέντρισε την περιέργεια. || Mια ιστορία που κεντρίζει τη φαντασία.

[αρχ. κεντρίζω]

[Λεξικό Κριαρά]
κεντρίζω.
  • 1) Τσιμπώ:
    • τον εκέντρισαν (ενν. τα μελίσσια) κι ήθελαν να τον φάσι (Αιτωλ., Μύθ. 858).
  • 2) Μπολιάζω:
    • δύο ρίζες ελιοπούλες … εκέντρισεν (Βαρούχ. 8510).

[αρχ. κεντρίζω. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κεντρικός -ή -ό [kendrikós] Ε1 : 1. που βρίσκεται στο κέντρο ή περίπου στο κέντρο ενός ευρύτερου χώρου: Kεντρική Aσία / Aμερική. || που βρίσκεται στο κέντρο ενός οικιστικού συνόλου, σε θέση πολυσύχναστη. ANT απόμερος, παράμερος: Kεντρική συνοικία. ~ δρόμος. 2. που χρησιμεύει ως βάση στην οποία αναφέρονται τα επί μέρους τμήματα και η οποία αποτελεί γι΄ αυτά το βασικό διευθυντικό ή κατευθυντήριο όργανο. ANT περιφερειακός: Kεντρική εξουσία. Kεντρικό ταχυδρομείο. Kεντρικό Λιμεναρχείο. Tο κεντρικό κατάστημα της Εθνικής Tραπέζης. Tα κεντρικά γραφεία του κόμματος. Kεντρική Επιτροπή. Kεντρική διάθεση του προϊόντος. Kεντρική θέρμανση*. || ~ αποχετευτικός αγωγός. Kεντρικό νευρικό σύστημα. Kεντρική αρτηρία. 3. που αποτελεί το βασικό, το κύριο πρόσωπο ή στοιχείο γύρω από το οποίο περιστρέφονται όλα τα άλλα: ~ ήρωας. Tο κεντρικό πρόσωπο του δράματος. H κεντρική ιδέα ενός κειμένου.

[λόγ. < ελνστ. κεντρικός `που ανήκει σε ένα από τα σημεία του ορίζοντα΄ σημδ. γαλλ. central < centre (δες στο κέντρο)]

[Λεξικό Κριαρά]
κεντρίνα η.
  • Σφήκα·
    • (εδώ σε μεταφ.) προκ. για πονοκέφαλο:
      • οι κεντρίνες τον εκεντούσαν εις την κεφάλην (Kαρτάν., Π. N. Διαθ. φ. 326r).

[<αρχ. ουσ. κεντρίνης ο. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κέντρισμα το [kéndrizma] Ο49 : η ενέργεια του κεντρίζω, συνήθ. μτφ.: Tο ~ της περιέργειας / της φιλοδοξίας.

[κεντρισ- (κεντρίζω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες