Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κεντητός, επίθ.
-
- Κεντημένος:
- κεντητό σεντόνιν (Σπανός D 1708).
[μτγν. επίθ. κεντητός. Η λ. και σήμ.]
- Κεντημένος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κεντητός -ή -ό [kenditós] Ε1 : που είναι διακοσμημένος με κέντημα· κεντημένος: Kεντητό μαξιλάρι. || (ως ουσ.) το κεντητό.
[ελνστ. κεντητός]