Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κενοδοξία η [kenoδoksía] Ο25 : η ματαιοδοξία.
[λόγ. < ελνστ. κενοδοξία]
[Λεξικό Κριαρά]
- κενοδοξία η· κενοδοξιά.
-
- Ματαιοδοξία, αλαζονεία:
- από τες αδικίες μας και την κενοδοξίαν (Ιστ. Βλαχ. 2319).
[μτγν. ουσ. κενοδοξία. Η λ. και σήμ.]
- Ματαιοδοξία, αλαζονεία: