Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κεμεντζές ο [kemendzés] Ο13 : η ποντιακή λύρα.
[τουρκ. kemenὀe ( [-mé-] ) -ς (< περσ. keman `δοξάρι΄) με τόνο στη λήγουσα ίσως σε τουρκ. διάλ.]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[τουρκ. kemenὀe ( [-mé-] ) -ς (< περσ. keman `δοξάρι΄) με τόνο στη λήγουσα ίσως σε τουρκ. διάλ.]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |