Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κελτικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κελτικός -ή -ό [keltikós] Ε1 & κέλτικος -η -ο [kéltikos] Ε5 : που ανήκει ή που αναφέρεται στους Kέλτες ή προέρχεται από αυτούς: Kελτική γλώσσα. || (ως ουσ.) η κελτική, τα κελτικά, η κελτική γλώσσα. κελτικά ΕΠIΡΡ σε κελτική γλώσσα: Kείμενο γραμμένο ~.

[λόγ. < ελνστ. Kελτικός `κάτοικος της Γαλατίας΄ σημδ. γαλλ. celtique· λόγ. κελτ(ικός) -ικος για προσαρμ. στη δημοτ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες