Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κελιώτης
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κελιώτης ο [keótis] Ο10 : ονομασία μοναχού ο οποίος ζει στα κελιάI2β.

[λόγ. < ελνστ. κελλιώτης (ορθογρ. απλοπ. κατά το κελί)]

[Λεξικό Κριαρά]
κελιώτης ο.
  • Ακόλουθος άρχοντα, υπασπιστής:
    • (Ψευδο-Σφρ. 26424).

[<ουσ. κελίον + κατάλ. ώτης. Η λ. τον 5. αι.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες