Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κελεύω.
-
- 1) Προτρέπω, διατάζω:
- (Αχέλ. 2184).
- 2) Επιθυμώ:
- όπου κελεύεις έλα (Διγ. Esc. 1101).
- 3) Επικαλούμαι μαγικές δυνάμεις:
- όσες εκελεύασιν κι εκάμνασιν κληδόνους (Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. I 148).
[αρχ. κελεύω]
- 1) Προτρέπω, διατάζω: