Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κελεμπία η [kelebía] Ο25 : ρούχο των Aράβων, πολύ φαρδύ και μακρύ ως τα πόδια, συνήθ. λευκό ή γαλάζιο. || κάθε ρούχο φαρδύ και άχαρο: Tι μου ήρθες μ΄ αυτή την ~!
[αραβ. kelebia]