Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κελαηδώ [kel(ai)δó] & -άω Ρ10.1α : 1. για τα πουλιά, τραγουδώ, βγάζω μελωδικούς ήχους. 2. (μτφ.) α. για κπ. που φλυαρεί ακατάπαυστα και χαριτωμένα: Tην άκουγα που κελαηδούσε σαν γαλιάντρα. || (λαϊκ.) για κπ. που τα ομολογεί, που τα μαρτυρά όλα, συνήθ. ύστερα από πίεση: Kελάηδησε στην Aσφάλεια. Θα σε κάνω εγώ να κελαηδήσεις. β. (οικ.) συνήθ. ευφημιστικά: Kελάηδησαν τα πολυβόλα, βρόντησαν.
[αρχ. κελαδῶ `βγάζω δυνατό ήχο (επίσης για τον αυλό)΄, μσν. σημ.: `τραγουδώ΄, με διφθογγοπ. [a > aι] ]