Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κελί το [kelí] Ο43 : I. πολύ μικρός χώρος, περιορισμένος και απομονωμένος. 1. στις φυλακές, καθένα από τα πολύ μικρά δωμάτια στα οποία κλείνουν τους φυλακισμένους: Σκοτεινό / υγρό / ανήλιαγο ~. Tο ~ των μελλοθανάτων. 2. στα μοναστήρια: α. καθένα από τα μικρά δωμάτια στα οποία μένουν οι μοναχοί: Γυμνό / ασκητικό ~. β. (πληθ.) ευρύχωρα μοναστικά οικοδομήματα που παραχωρούνται από τις μονές σε μια ομάδα δύο ή περισσότερων μοναχών, οι οποίοι ασχολούνται με γεωργικές εργασίες. || (περιπαιχτικά): Aποσυρθήκαμε στα κελιά μας, ο καθένας στο δωμάτιό του. II. κοιλότητα της κηρήθρας μέσα στην οποία οι μέλισσες αφήνουν τα αυγά τους για εκκόλαψη ή το μέλι τους.
[μσν. κελλί < ελνστ. κελλίον `δωμάτιο΄ υποκορ. του κέλλα < λατ. cella (ορθογρ. απλοπ.)]
[Λεξικό Κριαρά]
- κελίον το· κελί· κελίν· κελλίν.
-
- 1) Ιδιαίτερο δωμάτιο, κάμαρα:
- να μηδέν έχει κελίν, ιστίαν ή πυρομάχον (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2381).
- 2) Δωμάτιο μοναχού, ιερωμένου:
- πατριαρχικόν θείον κελίον (Κώδ. Χρονογρ. 5711).
- Η λ. και οι τ. ως τοπων.:
- (Ψευδο-Σφρ. 25822), (Στάθ. Γ´ 315), (Ιστ. πολιτ. 5417), (Μαχ. 63432 (Κελλία)).
[<ουσ. κέλλα + κατάλ. ‑ίον. Ο τ. ‑ί και σήμ. Ο τ. κελλίν και σήμ. κυπρ. Η λ. τον 4. αι.]
- 1) Ιδιαίτερο δωμάτιο, κάμαρα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κελιώτης ο [ke
ótis] Ο10 : ονομασία μοναχού ο οποίος ζει στα κελιάI2β. [λόγ. < ελνστ. κελλιώτης (ορθογρ. απλοπ. κατά το κελί)]
[Λεξικό Κριαρά]
- κελιώτης ο.
-
- Ακόλουθος άρχοντα, υπασπιστής:
- (Ψευδο-Σφρ. 26424).
[<ουσ. κελίον + κατάλ. ‑ώτης. Η λ. τον 5. αι.]
- Ακόλουθος άρχοντα, υπασπιστής: