Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κελάρι το [kelári] Ο44 : υπόγειος συνήθ. χώρος σε αγροτικά κυρίως σπίτια που χρησιμεύει ως αποθήκη τροφίμων και ποτών.
[μσν. κελλάριν < ελνστ. κελλάριον < υστλατ. cellari(um) -ον (ορθογρ. απλοπ.)]
[Λεξικό Κριαρά]
- κελάριον το· κελάρι· κελάριν· κελλάριν.
-
- 1) Αποθήκη τροφίμων ή κρασιού:
- κελάριον …, ένθα τους άρτους βάλλουσι και άλλο είτι φέρουν (Παϊσ., Ιστ. Σινά 962).
- 2) Δωμάτιο, καμαράκι:
- να έρτουν (ενν. οι βατρακοί) εις το σπίτι σου και εις το κελάρι του πλάγιασμά σου (Πεντ. Έξ. VII 28· Συναδ. φ. 56v).
[μτγν. ουσ. κελλάριον. Ο τ. ‑ι και σήμ.]
- 1) Αποθήκη τροφίμων ή κρασιού:
[Λεξικό Κριαρά]
- κελαρίτης ο.
-
- Αποθηκάριος τροφίμων· μάγειρος:
- καθέζεται (ενν. ο ιεράρχης) … εις το παιδαγωγήσαι τους κελαρίτας … ποία και πόσα βρώματα προσήκει μαγειρεύσαι (Παϊσ., Ιστ. Σινά 975).
[<ουσ. κελάριον + κατάλ. ‑ίτης. Η λ. τον 4. αι.]
- Αποθηκάριος τροφίμων· μάγειρος: