Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κελάρης ο· κελλάρης.
-
- Υπεύθυνος για την αποθήκη τροφίμων, οικονόμος:
- είμαι κελλάρης … της ρήγαινας και αγόρασα αρμυρά διά τα φουσσάτα (Μαχ. 4107).
[<μτγν. ουσ. κελλάριος. Ο τ. και σήμ. κυπρ. Η λ. στο Βλάχ. (‑λλ‑) και σήμ.]
- Υπεύθυνος για την αποθήκη τροφίμων, οικονόμος: