Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κειμενογλωσσολογία η [kímenoγlosolojía] Ο25 : κλάδος της γλωσσολογίας που εξετάζει τη διάρθρωση κειμένων ή παραγράφων, γραπτών ή προφορικών: H ~ αναπτύσσεται ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια.
[λόγ. κείμεν(ον) -ο- + γλωσσολογία μτφρδ. αγγλ. text lin guistics]