Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κειμήλιο το [kimílio] Ο40 : αντικείμενο του σχετικά πρόσφατου παρελθόντος που θεωρείται πολύτιμο λόγω της ιστορικής ή συναισθηματικής του αξίας και που φυλάγεται ως ενθύμιο: Kειμήλια της Επανάστασης του ΄21. Οικογενειακό ~.
[λόγ. < αρχ. κειμήλιον]
[Λεξικό Κριαρά]
- κειμήλιον το.
-
- Παλιό πολύτιμο αντικείμενο (που συν. έχει ιστορική αξία):
- (Δούκ. 10316).
[αρχ. ουσ. κειμήλιον. Η λ. και σήμ. (‑ο)]
- Παλιό πολύτιμο αντικείμενο (που συν. έχει ιστορική αξία):