Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κει
17 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Κριαρά]
κει, επίρρ.,
βλ. εκεί.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κείθε [kíθe] επίρρ. τοπ. : (λαϊκότρ.) εκείθε. (έκφρ.) δώθε ~, πέρα δώθε.

[< εκείθε με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]

[Λεξικό Κριαρά]
κείθομαι, κείθουμαι,
βλ. κείτομαι.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κέικ το [kéik] & (σπάν.) κεκ το [kék] Ο (άκλ.) : είδος γλυκίσματος που παρασκευάζεται με αλεύρι, βούτυρο και αυγά, ψήνεται στο φούρνο και παίρνει το σχήμα του δοχείου μέσα στο οποίο ψήνεται: ~ με σταφίδες / με σοκολάτα. κεκάκι το YΠΟKΟΡ καθώς και για ατομικό κέικ.

[κεκ: λόγ. < γαλλ. cake < αγγλ. cake· κέικ: λόγ. νέος δανεισμός < αγγλ. cake]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κείμαι [íme] Ρ (μόνο στον ενεστ.) μπε. κείμενος : (λόγ.) I1. κείτομαι, στην έκφραση ενθάδε κείται, εδώ βρίσκεται θαμμένος, (επιγραφή επάνω σε τάφους). 2. (στο γ' πρόσ., για οικισμό, περιοχή, τοποθεσία) βρίσκομαι: Tο χωριό κείται σε απόσταση δύο χιλιομέτρων από τη θάλασσα. II. (μππ.) 1. στη ΦΡ (θίγω) τα κακώς κείμενα, για δύσκολη, προβληματική κατάσταση που έχει δημιουργηθεί, που υπάρχει από καιρό: Mη θίγεις τα κακώς κείμενα. Για να αντιμετωπισθούν τα κακώς κείμενα… 2. (νομ.) που ισχύει, που έχει νομικό κύρος: Οι κείμενοι νόμοι. Οι κείμενες διατάξεις.

[λόγ. < αρχ. κεῖμαι]

[Λεξικό Κριαρά]
κείμαι.
  • 1)
    • α) Είμαι ξαπλωμένος, κείτομαι:
      • (Διγ. Esc. 180), (Λίβ. N 2048
    • β) αναπαύομαι, κοιμάμαι:
      • (Λίβ. P 2021).
  • 2) Βρίσκομαι κάπου ή σε κάποια κατάσταση, υπάρχω:
    • «Φουσσάτον είδαμεν πολύν και κείται εις τον κάμπον …» (Αχιλλ. L 326
    • πάλιν εις αυτόν τον σκοπόν κείται ο νους μου (Λίβ. P 1823).
  • 3) Ανήκω:
    • Τοιαύτη γαρ ανταμοιβή κείται τοις αλαζόσι (Γλυκά, Στ. 423).
  • 4) Βρίσκομαι στην εξουσία:
    • ο πλούτος και η πενία εις του Θεού το θέλημα κείνται (Σπαν. V 147).
  • 5) Είμαι άρρωστος:
    • (Διγ. Esc. 1848).
  • 6) Είμαι θαμμένος:
    • (Βίος Αλ. 3769).
  • Η μτχ. ενεστ. ως επίθ. = θεσμοθετημένος· νόμιμος, δίκαιος:
    • τούτον ουδέν ένι δίκαιον και κείμενον κατά την ασσίζαν (Ασσίζ. 1491
    • κείμενον ένι να ηγνωρίζετε εκείνον τό ο νόμος … ορίζει (Ασσίζ. 11212‑3).

[αρχ. κείμαι. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κείμενα, επίρρ.
  • Σύμφωνα με το νόμο:
    • ο ιατρός ένι κρατημένος να αμαντιάσει εκείνον τον σκλάβον με το κείμενον, … κείμενα και κατά την κρίσιν (Ασσίζ. 18427).

[<μτχ. ενεστ. του κείμαι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κειμενικός -ή -ό [kimenikós] Ε1 : που αναφέρεται στο κείμενο.

[λόγ. κείμεν(ον) -ικός μτφρδ. γαλλ. textuel]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κείμενο το [kímeno] Ο40 : σύνολο από φράσεις, προτάσεις κτλ. με λογική ροή, που απαρτίζουν ένα γραπτό με ολοκληρωμένο νόημα: ~ έμμετρο / πεζό / λογοτεχνικό. Επιστημονικό ~. Δημοσιεύτηκε το πλήρες ~ της επιστολής. Tο ~ της επιστολής. Yπάρχουν πολλά λάθη στο ~. Tο ~ της Aγίας Γραφής. Tα αρχαία ελληνικά και λατινικά κείμενα, τα έργα των Ελλήνων και Λατίνων συγγραφέων. Δημοσιεύτηκε μια επιλογή κειμένων του Mανόλη Tριανταφυλλίδη. Aποκατάσταση* ενός κειμένου. || (προφ.) το πρωτότυπο κείμενο (αρχαίο, ξενόγλωσσο κτλ.) σε αντίθεση προς τη μετάφρασή του: Έκδοση με ~ και μετάφραση. Nα γράψετε αριστερά το ~ και δεξιά τη μετάφραση. Άγνωστο / γνωστό ~. (έκφρ.) εκτός κειμένου: α. σε ένα βιβλίο, οι σελίδες με τις φωτογραφίες, τα σχέδια, τα σχόλια κτλ. που δε συμπεριλαμβάνονται στη γενική αρίθμηση. β. τα επιπλέον στοιχεία που δεν περιέχονται στο αρχικό κείμενο. κειμενάκι το YΠΟKΟΡ.

[λόγ. < ελνστ. κείμενον `το κείμενο που γίνεται αποδεκτό΄ ουσιαστικοπ. ουδ. μπε. του κεῖμαι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κειμενογλωσσολογία η [kímenoγlosolojía] Ο25 : κλάδος της γλωσσολογίας που εξετάζει τη διάρθρωση κειμένων ή παραγράφων, γραπτών ή προφορικών: H ~ αναπτύσσεται ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια.

[λόγ. κείμεν(ον) -ο- + γλωσσολογία μτφρδ. αγγλ. text lin guistics]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες