Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κε
385 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κε το [ké] Ο (άκλ.) : (μουσ.) νότα της βυζαντινής μουσικής κλίμακας αντίστοιχη προς το λα της ευρωπαϊκής.

[δες στο πα, το]

[Λεξικό Κριαρά]
κεβεντίζω,
βλ. γιβεντίζω.
[Λεξικό Κριαρά]
κέγχρινος, επίθ.· κέχρινος.
  • Παρασκευασμένος από κεχρί:
    • κέχρινον καρβέλι (Σπαν. (Ζώρ.) V 392).

[μτγν. επίθ. κέγχρινος]

[Λεξικό Κριαρά]
κεγχρίον το· κέγχριον· κεχρί· κεχρίν.
  • Κεχρί:
    • (Συναδ. φ. 77r).

[<αρχ. ουσ. κέγχρος + κατάλ. ίον. Ο τ. κεχρί στο Meursius (ή) και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κεδρέα η.
  • Η ρητίνη του δέντρου κεδρελάτη:
    • (Ιερακοσ. 49617).

[μτγν. ουσ. κεδρέα]

[Λεξικό Κριαρά]
κεδρέλαιον το.
  • Έλαιο που παράγεται από τη ρητίνη του κέδρου:
    • (Iατροσόφ. 5025).

[<ουσ. κέδρος + έλαιον. H λ. τον 6. αι. (L‑S)]

[Λεξικό Κριαρά]
κέδρινος, επίθ.· γκέδρινος.
  • Κέδρινος:
    • ξύλα γκέδρινα (Πεντ. Γέν. VI 14 κριτ. υπ).

[αρχ. επίθ. κέδρινος· πβ. και αδρινός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κέδρινος -η -ο [kéδrinos] Ε5 : που προέρχεται από κέδρο ή που είναι κατασκευασμένος από ξύλο κέδρου. || ~ λόφος, το Σέιχ Σου.

[λόγ. < αρχ. κέδρινος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κεδρόμηλο το [keδrómilo] Ο41 : ο καρπός του κέδρου.

[κέδρ(ος) -ο- + μήλο (διαφ. το ελνστ. κεδρόμηλον `κίτρο΄)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κέδρος ο [kéδros] Ο18 & κέδρο το [kéδro] Ο39 : είδος κωνοφόρου δέντρου, με μεγάλο κορμό και ογκώδη ακανόνιστα απλωτά κλαδιά· είναι δέντρο ψηλό, αειθαλές και εντυπωσιακό με εξαιρετικής ποιότητας, ελαφρύ, μαλακό, αρωματικό ξύλο που δε σαπίζει: Οι κέδροι του Λιβάνου.

[ελνστ. κέδρος ὁ < αρχ. κέδρος ἡ· μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...39   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες