Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- καύσων ο· καύσωνας· κάψωνας· καψώνας.
-
- 1) Υπερβολική ζέστη, καύμα:
- έβγαλεν (ενν. η Μαξιμώ) το επιλουρίκιον, διότις ήτον ο καύσων πολύς (Διγ. Άνδρ. 3691).
- 2) (Μεταφ.) πόνος, λύπη:
- Ου γαρ χηρείας καύσωνα συ δύνασαι υπομείναι (Διγ. Z 4341).
- 3) (Μεταφ.) πόθος:
- στον καύσωνα του Έρωτος (Θησ. Θ´ [688])·
- γροικούν τους κάψωνες θεάς της Αφροδίτης (Θησ. Β´ [36] (έκδ. τες κάψ‑)).
[μτγν. ουσ. καύσων. Ο τ. ‑νας και σήμ.]
- 1) Υπερβολική ζέστη, καύμα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καύσωνας ο [káfsonas] Ο5 : καιρικές συνθήκες που χαρακτηρίζονται από υπερβολικά υψηλές θερμοκρασίες: Έρχεται ~. Περιμένουμε καύσωνα. Mέτρα για την αντιμετώπιση του καύσωνα. Θύματα του καύσωνα.
[λόγ. < ελνστ. καύσων, αιτ. -ωνα]