Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καύσιμος -η -ο [káfsimos] Ε5 : που όταν καεί αποδίδει θερμική ενέργεια: Kαύσιμη ύλη. Kαύσιμο μείγμα. || (ως ουσ.) τα καύσιμα: Στερεά καύσιμα, καύσιμα σε στερεά μορφή (π.χ. ξύλο, κάρβουνο). Yγρά καύσιμα, καύσιμα σε υγρή μορφή (π.χ. βενζίνη, πετρέλαιο). Πρατήριο υγρών καυσίμων. Εξασφαλίστηκε ο ανεφοδιασμός σε καύσιμα.
[λόγ. < αρχ. καύσιμος `κατάλληλος για κάψιμο΄ & σημδ. γαλλ. carburants (πληθ.)]