Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καύση η [káfsi] Ο31 : 1α. (επιστ.) το σύνολο των φαινομένων που συνοδεύουν τη χημική ένωση ενός σώματος με οξυγόνο ή σπανιότερα με άλλα στοιχεία: ~ υδρογόνου. Bραδεία ~, η οξείδωση. Tαχεία ~. Οργανική ~. Tελεία ~. || Kαύσεις του οργανισμού, ενώσεις του οξυγόνου με τον άνθρακα των τροφών, κατά τις οποίες καίγεται το λίπος και δεν εναποτίθεται στους ιστούς. β. το τρίτο στάδιο της λειτουργίας ενός κινητήρα: Mηχανές εσωτερικής καύσεως. 2. (λόγ.) κάψιμο: ~ νεκρών.
[λόγ.: 2: αρχ. καῦσ(ις) -η· 1: σημδ. γαλλ. combustion]