Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- καύλος το.
-
- Βλαστός, κοτσάνι:
- του δε φύλλου το καύλος (Ψευδο-Σφρ. 24621).
[ουσ. καύλος ο (βλ. ‑ός) με αλλαγή γένους]
- Βλαστός, κοτσάνι:
[Λεξικό Κριαρά]
- καυλός ο· καύλος.
-
- Βλαστός φυτού:
- (Iατροσόφ. 6011).
[αρχ. ουσ. καυλός. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ. λόγ.]
- Βλαστός φυτού: