Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καύκαλο το [káfkalo] Ο41 : 1. το όστρακο της χελώνας. || (επέκτ.) το κέλυφος των οστρακοδέρμων: Tο ~ του αστακού / καβουριού. 2. (λαϊκότρ.) απογυμνωμένο κρανίο.
[μσν. καύκαλον < αρχ. καῦκ(ος) `κύπελλο΄ -αλον]
[Λεξικό Κριαρά]
- καύκαλον το· καύκαλο· καύχαλο(ν).
-
- 1) Κρανίο, κεφάλι:
- τα καύκαλα με τους μυαλούς (Διακρούσ. 10310)·
- μάθε να μιλείς καλά γή σπω το καύκαλό σου (Στάθ. Γ´ 234).
- 2) (Συνεκδ.) το άτομο:
- να πάρεις πέντε πέντε ξάγια για το καύκαλο (Πεντ. Αρ. III 47).
- 3) Το ξεροψημένο πάνω μέρος της πίτας ή του ψωμιού:
- εις το καύκαλον της πίτας (Χρησμ. (Βέης) 137).
- 4) Το πάνω μέρος του υποδήματος που σκεπάζει τον ταρσό και το μετατάρσιο του ποδιού:
- τα ποδηματίτσια της χρυσά διακεντισμένα, τα καύχαλα ήσαν χυμευτά κι οι πτέρνες με τους λίθους (Διγ. Esc. 1496 κριτ. υπ).
- 5) Όστρακο (χελώνας):
- (Παράφρ. Χων. 190).
- Η λ. ως τοπων.:
- (Βουστρ. 1188).
[<ουσ. καύκα ή ‑ος ή ‑ίον + κατάλ. ‑αλον. Η λ. σε Σχολ. (L‑S). Ο τ. ‑ο και σήμ.]
- 1) Κρανίο, κεφάλι: