Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καψώνω [kapsóno] Ρ1α : (λαϊκότρ.) ζεσταίνομαι πάρα πολύ.
[αρχ. καῦ σ(ος) -ώνω με ανομ. τρόπου άρθρ. [fs > ps] ]
[Λεξικό Κριαρά]
- καψώνω.
-
- Κάνω κάπ. να αισθανθεί ζέστη:
- Τον ήλιο δεν αφήνασι ποτέ να με καψώσει (Ερωτόκρ. Δ´ 597).
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = «καημένος»:
- κοπέλα καψωμένη (Φορτουν. Β´ 392).
[<μτγν. καυσόω. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Κάνω κάπ. να αισθανθεί ζέστη: