Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καψύλιο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καψύλιο το [kapsílio] Ο40 : (λόγ.) το καψούλι.

[λόγ. < γαλλ. capsule παρετυμ. -ύλιον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες