Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καψούρης ο [kapsúris] Ο11 θηλ. καψούρα [kapsúra] Ο25α : (λαϊκ.) ερωτευμένος με πάθος και συνήθ. χωρίς ανταπόκριση.
[κάψ(α) 1 -ούρης· καψούρ(ης) -α]