Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καψαλίζω [kapsalízo] -ομαι Ρ2.1 : καίω κτ. με τη φλόγα της φωτιάς, επιφανειακά ή απλώς στις άκρες· τσουρουφλίζω: ~ το κοτόπουλο, για να το απαλλάξω από υπολείμματα φτερών ή από μικρές τρίχες. H φλόγα μού καψάλισε το μουστάκι / τα μαλλιά. Θάμνοι καψαλισμένοι από την πυρκαγιά.
[καψάλ(α) -ίζω]