Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καχεξία η [kaxeksía] Ο25 : 1. σοβαρή διαταραχή και εξασθένηση των λειτουργιών της θρέψης, η οποία οφείλεται σε χρόνιο υποσιτισμό ή αποτελεί καταληκτική φάση διάφορων ασθενειών· χαρακτηρίζεται συνήθ. από αδυνάτισμα του σώματος, από μεγάλη ωχρότητα στο πρόσωπο, απώλεια των δυνάμεων και λιποθυμικές τάσεις. 2. (μτφ.) που παρουσιάζει στασιμότητα ή μαρασμό: ~ της οικονομίας.
[λόγ. < αρχ. καχεξία]
[Λεξικό Κριαρά]
- καχεξία η.
-
- Η κακή κατάσταση του σώματος ως προς την υγεία:
- (Παϊσ., Ιστ. Σινά 2003).
[αρχ. ουσ. καχεξία. Η λ. και σήμ.]
- Η κακή κατάσταση του σώματος ως προς την υγεία: