Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καφτάνι το [kaftáni] Ο44 : φαρδύ και μακρύ, πολυτελές και συνήθ. επίση μο ένδυμα, που το φορούν οι άνδρες στην Aνατολή. || για άχαρο, ριχτό γυναικείο ρούχο: Ήρθε στο γάμο μ΄ εκείνο το άχαρο ~.
[τουρκ. kaftan (από τα περσ.) -ι]