Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καφεκοπτείο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καφεκοπτείο το [kafekoptío] Ο39 : κατάστημα το οποίο πουλάει λιανικά αλεσμένο φρέσκο καφέ.

[λόγ. καφεκόπτ(ης) -είον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες