Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καφές ο [kafés] Ο13 : 1. (χωρίς πληθ.) οι σπόροι του καφεόδεντρου: Kαβουρντισμένος / φρεσκοαλεσμένος ~. Οι διάφορες ποικιλίες του καφέ. Mύλος του καφέ. 2. ρόφημα που παρασκευάζεται από τους αλεσμένους σπόρους του καφέ: Ελληνικός (τούρκικος) / γαλλικός ~. Στιγμιαίος ~. ~ με γάλα. ~ φίλτρου. Φλιτζανάκι του καφέ, για τον ελληνικό καφέ. Πώς πίνετε τον καφέ σας; Πίνω πολλούς καφέδες κάθε μέρα. Kάνω καφέ, ετοιμάζω κα φέ. Ο ~ τονώνει το νευρικό σύστημα και προκαλεί ευφορία. ~ μέτριος / βαρύς γλυκός / με ολίγη, τρόποι παρασκευής του ελληνικού καφέ. (έκφρ.) ~ της παρηγοριάς*. 3. (χωρίς πληθ.) το καφεόδεντρο: Φυτεία καφέ.
καφεδάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 2: Πιες ένα ~. καφεδάκος ο YΠΟKΟΡ στη σημ. 2. [ιταλ. caffé & γαλλ. café -ς < τουρκ. kahve (πρβ. διαλεκτ. καϊβές) < αραβ. qahwah· καφεδ- (καφές) -άκος]
[Λεξικό Κριαρά]
- καφές ο.
-
- Καφές:
- (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 16025).
[<τουρκ. kahve. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- Καφές:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καφεσαντάν το [kafesandán] Ο (άκλ.) : (παρωχ.) το καφωδείο.
[λόγ. < γαλλ. café chantant]