Παράλληλη αναζήτηση
25 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καφέ το [kafé] Ο (άκλ.) : χώρος στον οποίο σερβίρονται διάφορα ροφήμα τα, κυρίως καφές, αναψυκτικά και οινοπνευματώδη ποτά.
[λόγ. < γαλλ. café]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καφέ [kafé] Ε (άκλ.) : που έχει το χρώμα του καφέ: ~ μπλούζα. ~ φουστάνι. Έβαψαν τα παντζούρια ~. || (ως ουσ.) το καφέ, το καφέ χρώμα.
[λόγ. < γαλλ. café]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καφέ μπαρ το [kafé bár] Ο (άκλ.) : μπαρ όπου σερβίρονται και καφέδες.
[λόγ. καφέ (ουσ.) + μπαρ]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καφε- [kafe] & καφέ- [kafé], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & καφ- [kaf], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν & (λαϊκότρ.) καφεδο- [kafeδo] ή καφεδό- [kafeδó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : 1.σε σύνθετα ουσιαστικά με αναφορά στον καφέ (στον καρπό ή στην αλεσμένη του μορφή): ~κοπτείο, ~πώλης· ~κούτι. || (λαϊκότρ.) καφεδοκούτι, καφεδόμπρικο και καφέμπρικο. 2. σε σύνθετα ουδέτερα ουσιαστικά που δηλώνουν το χώρο στον οποίο προσφέρεται καφές παράλληλα με οτιδήποτε άλλο υποδηλώνει το β' συνθετικό: καφεστιατόριο, ~ζαχαροπλαστείο, ~θέατρο.
[θ. καφ(ε)- του ουσ. καφέ(ς) ως α' συνθ.: καφε-τζής < τουρκ. kahvecι, καφ-ωδείο λόγ. μτφρδ. γαλλ. café chantant· θ. καφεδ- του καφές -ο-: καφεδο-κούτι]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καφεδής -ιά -ί [kafeδís] Ε8 & καφεδί [kafeδí] Ε (άκλ.) : (προφ.) καφετής, συνήθ. με κακής απόχρωσης καφέ χρώμα.
[καφεδ- (καφές) -ής· καφεδ- (καφές) -ί 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καφεθέατρο το [kafeθéatro] Ο41 : χώρος στον οποίο, παράλληλα με το θεατρικό θέαμα, σερβίρονται καφές, αναψυκτικά, ποτά κτλ.
[λόγ. καφε-2 + θέατρον]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καφεΐνη η [kafeíni] Ο30 : ουσία που περιέχεται στον καφέ και η οποία διεγείρει το νευρικό σύστημα.
[λόγ. < γαλλ. café(ine) -ίνη]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καφεκοπτείο το [kafekoptío] Ο39 : κατάστημα το οποίο πουλάει λιανικά αλεσμένο φρέσκο καφέ.
[λόγ. καφεκόπτ(ης) -είον]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καφεκόπτης ο [kafekóptis] Ο10 : συσκευή στην οποία αλέθονται οι κόκκοι του καφέ.
[λόγ. καφε-1 + κοπ- (κόβω) -της]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καφεκούτι το [kafekúti] Ο44 : 1. (παρωχ.) κουτί για τον καφέ, συνήθ. μεταλλικό. 2. (μτφ., προφ.) μειωτικός χαρακτηρισμός συσκευής με πεπαλαιωμένο μηχανισμό και προβληματική απόδοση.
[καφε-1 + κουτ(ί) -ι]