Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καυχησιάρης ο [kafxisxáris] Ο11 θηλ. καυχησιάρα [kafxisxára] Ο25α : (οικ.) αυτός που έχει την τάση να καυχιέται.
[μσν. καυχησιάρης < καυχησ(ιά) -ιάρης· καυχησιάρ(ης) -α]
[Λεξικό Κριαρά]
- καυχησιάρης, επίθ.· καυκησάρης· καυχησάρης.
-
- Που του αρέσει να καυχιέται:
- στη δύναμή του επαίρνετο, πολλά ’τον καυχησάρης (Ερωτόκρ. Β´ 263).
[<ουσ. καύχηση + κατάλ. ‑ιάρης. Ο τ. ‑κη‑ και σήμ. κρητ. (Πιτυκ.). Ο τ. ‑χη‑ το 12. αι. (Καματηρός [Weigl] 435) και στο Βλάχ. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- Που του αρέσει να καυχιέται: