Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καυχησιά η [kafxisxá] Ο24 : η καυχησιολογία.
[μσν. καυχησιά < καυχησία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < αρχ. καύχησ(ις) -ία]
[Λεξικό Κριαρά]
- καυχησιά η· καυκησά· καυχησά· καυχησία.
-
- Καυχησιολογία:
- καυχησά το στόμα μου και ψόματα δεν έχει (Ερωτόκρ. Β´ 900· Eρωτόκρ. B´ 1840), (Τζάνε, Κρ. πόλ. 4283).
[<ουσ. καύχησις + κατάλ. ‑ιά. Ο τ. ‑κησά και σήμ. κρητ. (Πιτυκ.). Η λ. και σήμ.]
- Καυχησιολογία:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καυχησιάρης ο [kafxisxáris] Ο11 θηλ. καυχησιάρα [kafxisxára] Ο25α : (οικ.) αυτός που έχει την τάση να καυχιέται.
[μσν. καυχησιάρης < καυχησ(ιά) -ιάρης· καυχησιάρ(ης) -α]
[Λεξικό Κριαρά]
- καυχησιάρης, επίθ.· καυκησάρης· καυχησάρης.
-
- Που του αρέσει να καυχιέται:
- στη δύναμή του επαίρνετο, πολλά ’τον καυχησάρης (Ερωτόκρ. Β´ 263).
[<ουσ. καύχηση + κατάλ. ‑ιάρης. Ο τ. ‑κη‑ και σήμ. κρητ. (Πιτυκ.). Ο τ. ‑χη‑ το 12. αι. (Καματηρός [Weigl] 435) και στο Βλάχ. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- Που του αρέσει να καυχιέται:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καυχησιάρικος -η -ο [kafxisxárikos] Ε5 : (οικ.) που λέγεται με τρόπο κομπαστικό.
[καυχησιάρ(ης) -ικος]