Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καυτός -ή -ό [kaftós] Ε1 : 1. που είναι πάρα πολύ ζεστός: Kαυτή σούπα. Kαυτό τσάι / νερό. Ο ήλιος ήταν ~. Tα λινά σιδερώνονται με καυτό σίδερο. Kαυτό μολύβι, πυρακτωμένο. ~ αέρας, πολύ ζεστός. || Kαυτά δάκρυα, τα θερμά, που προέρχονται από μεγάλη λύπη. 2. (μτφ.) που παρουσιάζει, που προκαλεί έντονο ενδιαφέρον, που είναι ιδιαίτερα ερεθιστικός: Kαυτά σορτς, πολύ κοντά και προκλητικά. Mια καυτή ιστορία βίας και σεξ.
[αρχ. καυστός με αποβ. του [s] ανάμεσα σε δύο σύμφ. (μετά την τροπή του ημιφ. [w] σε σύμφ.: δες Υ)]