Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καυτηρίαση η [kaftiríasi] Ο33 : 1. μέθοδος με την οποία, για θεραπευτικούς λόγους, καίγονται οι ιστοί ενός μέρους του σώματος που έχουν υποστεί βλάβη ή νοσούν. || ~ της βελόνας. 2. (μτφ.) αυστηρός έλεγχος, οξεία κριτική.
[λόγ. < μσν. καυτηρίασις < καυτηρια- (καυτηριάζω) -σις > -ση]