Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καυτερός -ή -ό [kafterós] Ε1 : που έχει ιδιαίτερα έντονη και ερεθιστική γεύση, που καίειI1γ: Kαυτερή πιπεριά. Kαυτερή μουστάρδα. H σούπα έγι νε πολύ καυτερή. || (ως ουσ.) η καυτερή, η χτυπητή, η τυροσαλάτα.
[μσν. καυτερός < καυτ(ός) -ερός]