Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- καυστικός, επίθ.
-
- 1) Που καίει:
- (Ζήνου, Βατραχ. 440).
- 2) (Προκ. για βοτάνι ή φάρμακο) που επιφέρει καυτηρίαση·
- (εδώ σε μεταφ.):
- η τόση κακή πληγή δεν θέλει παρά καυστικόν βοτάνι (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 404).
- (εδώ σε μεταφ.):
[αρχ. επίθ. καυστικός. Η λ. και σήμ.]
- 1) Που καίει:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καυστικός -ή -ό [kafstikós] Ε1 : 1. (χημ.) για αλκαλικές ενώσεις που χαρακτηρίζονται από έντονη διαβρωτική και ερεθιστική δράση, όταν έρχονται σε επαφή με ζωντανούς ιστούς: Kαυστικά υγρά. Kαυστικές ουσίες. Kαυστικό νάτριο. Kαυστική σόδα. 2. (μτφ.) για λόγια ειρωνικά που έχουν ως στόχο να ενοχλήσουν ή να προσβάλουν: Kαυστικά σχόλια. Kαυστικό χιούμορ. Kαυστική σάτιρα. Kαυστικό πνεύμα.
[λόγ.: 2: ελνστ. καυστικός, αρχ. σημ.: `ικανός να κάψει΄· 1: γαλλ. caustique (στη νέα σημ.) < λατ. causticus < αρχ. καυστικός]