Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καυλί το [kavlí] Ο43 : (χυδ.) 1. η βάλανος του πέους. || (επέκτ.) το πέος. 2. (λαϊκ., μτφ.) καυλιτζέκι.
[ελνστ. καυλίον (στη σημ. 1) υποκορ. του αρχ. καυλός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καυλιάρης -α -ικο [kavláris] Ε9 : (χυδ., λαϊκ.) για άνθρωπο φιλήδονο.
[καυλ(ί) -ιάρης]
[Λεξικό Κριαρά]
- καυλίον το.
-
- Κοτσάνι, μίσχος:
- κράμβης καυλίον (Ιατροσ. 23160).
[μτγν. ουσ. καυλίον. Τ. ‑ί στο Somav.· σήμ. με διαφορ. σημασ.]
- Κοτσάνι, μίσχος:
[Λεξικό Κριαρά]
- καυλίσκος ο.
-
- Το κοίλο μέρος της ρίζας του φτερού:
- (Ιερακοσ. 3762, 47722).
[μτγν. ουσ. καυλίσκος]
- Το κοίλο μέρος της ρίζας του φτερού:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καυλιτζέκι το [kavlidzéki] Ο44α : (χυδ., λαϊκ.) ως χαρακτηρισμός αντικειμένου ή εξαρτήματος με σχήμα συνήθ. μακρόστενο, του οποίου το όνομα δεν το ξέρουμε ή δε θέλουμε να το αναφέρουμε· καυλί2: Πάρ΄ το αυτό το ~ από δω πέρα!
[< καυλί + (;)]