Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατάφυτος -η -ο [katáfitos] Ε5 : για έκταση που καλύπτεται από φυτά, από πλούσια βλάστηση: Bουνά κατάφυτα από έλατα. Ποτάμια με κατάφυτες όχθες.
[λόγ. < ελνστ. κατάφυτος]