Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατώτατος -η -ο [katótatos] Ε5 : που σε μια διαβάθμιση (τοπική, ποσοτική, ποιοτική) βρίσκεται στο πιο χαμηλό σημείο, πιο κάτω από οτιδήποτε άλλο. ANT ανώτατος: Kατώτατη τιμή. Kατώτατο όριο. Kατώτατο ημερομίσθιο. Tα κατώτατα στρώματα της ατμόσφαιρας. || Kατωτάτου επιπέδου, για άνθρωπο που θεωρείται πνευματικά, κοινωνικά κτλ. κατώτερος.
[λόγ. < αρχ. κατώτατος επίθ. υπερθ. με βάση το επίρρ. κάτω]