Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατώι το [katói] Ο45 : το ημιυπόγειο ή ισόγειο τμήμα των παλαιών αστικών ή αγροτικών σπιτιών, που το χρησιμοποιούσαν ως βοηθητικό ή αποθηκευτικό χώρο. ΠAΡ (Ο Mανόλης) με τα λόγια χτίζει ανώγια* και κατώγια. Mαντζουράνα* στο ~, γάιδαρος στα κεραμίδια.
[μσν. κατώι < κατώγιν με αποβ. του μεσοφ. [j] < υποκορ. του κατώγαιον ουσιαστικοπ. ουδ. (ενν. μέρος) του ελνστ. επιθ. κατώγαιος `υπόγειος΄ (αρχ. κατάγαιος)]
[Λεξικό Κριαρά]
- κατώι το,
- βλ. κατώγαιον.