Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατόρθωμα το [katórθoma] Ο49 : εξαιρετικά δύσκολη προσπάθεια που στέφεται από επιτυχία: Πολεμικό ~. Tα ηρωικά κατορθώματα των προγόνων μας. || (σε σχήμα υπερβολής): Tο να διασχίσεις το κέντρο της πόλης σε ώρα αιχμής αποτελεί ένα πραγματικό ~. Kάθε φορά που μας συναντά, διηγείται τα ερωτικά του κατορθώματα. || (ειρ.) πράξη αδέξια, επιπόλαιη ή αξιόμεμπτη: Tα έμαθα τα κατορθώματά σου!
[λόγ. < αρχ. κατόρθωμα]
[Λεξικό Κριαρά]
- κατόρθωμα(ν) το.
-
- 1) Δύσκολο έργο· ανδραγαθία:
- πολύν κατόρθωμα εποίει η νηστεία (Σπαν. A 518)·
- τα κατορθώματα του πατρός σου, πόσους Ρωμαίους εσκότωσεν (Διγ. Άνδρ. 32712).
- 2) Kαλή πράξη:
- Υιέ, των κατορθωμάτων σου η αγάπη ένι το κρείττον (Διδ. Σολομ. P 146).
[αρχ. ουσ. κατόρθωμα. Η λ. (‑α) και σήμ.]
- 1) Δύσκολο έργο· ανδραγαθία:
[Λεξικό Κριαρά]
- κατορθωμάκιν το.
-
- Κατόρθωμα:
- μικρόν κατορθωμάκιν (Παρασπ., Βάρν. C 368).
[<ουσ. κατόρθωμα(ν) + κατάλ. ‑άκιν. Η λ. σχηματ. ανώμαλα από μετρ. αν.]
- Κατόρθωμα: