Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατόπιν [katópin] & κατόπι [katópi] επίρρ. : 1. (τοπ.) πίσω: Προχωρούσε κατόπι μου. 2. (χρον.) ύστερα, έπειτα: Πήγα στην αγορά και ~ στο γραφείο. (έκφρ.) ~ εορτής, καθυστερημένα, ύστερα από κάποιο γεγονός: Έφτασε ~ εορτής. ~ τούτου, ως αποτέλεσμα: ~ τούτου δεν μπορώ να υπογράψω τη συμφωνία. παίρνω κπ. στο κατόπι, τον παρακολουθώ, τον παίρνω από πίσω.
[λόγ. < αρχ. κατόπιν· μσν. κατόπι < αρχ. κατόπιν με αποβ. του τελικού [n] ]
[Λεξικό Κριαρά]
- κατόπιν· κατόπι, επίρρ.
-
- 1) (Τοπ.) πίσω, καταπόδι:
- τρέχουσι κατόπιν του, μέλλει να τονε φθάσουν (Αιτωλ., Μύθ. 325)·
- φρ. περπατώ κατόπι = συμπεριφέρομαι ανάλογα:
- (Ιστ. Βλαχ. 710).
- 2) (Χρον.)
- α) ύστερα, έπειτα:
- μετ’ αυτόν οι αδελφοί εφθάσασι κατόπιν (Διγ. Z 300)·
- β) (σε θέση πρόθ.) μετά (κάπ. ή κ.):
- εβασίλευσε κατόπι τον Γάιον (Βακτ. αρχιερ. 210).
- α) ύστερα, έπειτα:
[αρχ. επίρρ. κατόπιν. Ο τ. και η λ. και σήμ.]
- 1) (Τοπ.) πίσω, καταπόδι:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατοπινός -ή -ό [katopinós] Ε1 : που ακολουθεί χρονικά ύστερα από κτ. άλλο: Tα κατοπινά χρόνια. Tις κατοπινές μέρες. || (ως ουσ., για πρόσ.) οι κατοπινοί, οι μεταγενέστεροι: Aυτά θα τα κρίνουν οι κατοπινοί.
[κατόπ(ι) -ινός]