Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κατσούλι το.
-
- Γατάκι:
- άντρες θαμαστούς εφτά ήπνιξα ωσάν κατσούλια (Φορτουν. Δ´ 292· Δ´ 204).
[<ουσ. κατσί + κατάλ. ‑ούλι. Η λ. στο Βλάχ. (‑τζ‑) και σήμ. κρητ.]
- Γατάκι: