Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατσικοπόδαρος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατσικοπόδαρος -η -ο [katsikopóδaros] Ε5 : (προφ.) χαρακτηρισμός ανθρώπου που φέρνει κακοτυχία· γρουσούζης: Είναι ~, δε θέλω να μου κάνει ποδαρικό την πρωτοχρονιά.

[κατσίκ(α) -ο- + ποδάρ(ι) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες