Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατσικίσιος -α -ο [katsikís
os] Ε4 : που ανήκει στην κατσίκα ή που προέρχεται από αυτήν: Kατσικίσιο γάλα / τυρί. Kατσικίσιο μαλλί, γιδόμαλλο. [κατσίκ(α) -ίσιος]