Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κατσαρός, επίθ.
-
- Σγουρός:
- κατσαρά τα μαλλιά του (Συναδ. φ. 28r).
[πιθ. <επίθ. ακανθηρός. Η λ. στο Meursius (‑τζ‑) και σήμ.]
- Σγουρός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατσαρός -ή -ό [katsarós] Ε1 : για μαλλιά που έχουν έντονο φυσικό κυματισμό ή που σχηματίζουν μπούκλες· σγουρός. || πολύ σγουρός. ANT ίσιος: Πυκνά, μαύρα κατσαρά μαλλιά. ΦΡ τρίχες* κατσαρές.
[μσν. κατσαρός < ελνστ. ἀκανθηρός `αγκαθωτός΄ με αποβ. του αρχικού άτ. φων., τροπή [nθ > ts] και προσαρμ. στο επίθημα -αρός]