Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατσαρίδα η [katsaríδa] Ο26 : είδος μεγάλου εντόμου: Mαύρη / ξανθιά ~.
κατσαριδούλα η YΠΟKΟΡ. κατσαριδάκι το YΠΟKΟΡ 1. μικρή κατσαρίδα. 2. οικείος χαρακτηρισμός πολύ μικρού αυτοκινήτου συγκεκριμένης μάρκας. [ελνστ. κανθαρίς, αιτ. -ίδα (αρχ. σημ.: `έντομο του σταριού΄) με τροπή [nθ > ts] · κατσαρίδ(α) -ούλα]